χρυσοσάνδαλος

From LSJ
Revision as of 21:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοσάνδᾰλος Medium diacritics: χρυσοσάνδαλος Low diacritics: χρυσοσάνδαλος Capitals: ΧΡΥΣΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: chrysosándalos Transliteration B: chrysosandalos Transliteration C: chrysosandalos Beta Code: xrusosa/ndalos

English (LSJ)

ον,

   A goldensandalled, Porph. ap. Eus.PE3.11.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσᾶ σανδάλια, Πορφύρ. παρ’ Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113C.

Spanish

que tiene sandalias de oro

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- < χρυσεο- + -σάνδαλος / -σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο-σάνδαλος].