χώρισμα

From LSJ
Revision as of 15:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρισμα Medium diacritics: χώρισμα Low diacritics: χώρισμα Capitals: ΧΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: chṓrisma Transliteration B: chōrisma Transliteration C: chorisma Beta Code: xw/risma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a separated space, Sch.B Il.5.137.

Greek (Liddell-Scott)

χώρισμα: τό, τόπος κεχωρισμένος, χώρισμα τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ χωρίζω
νεοελλ.
1. χωρισμός, αποχωρισμός
2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου»)
μσν.-αρχ.
μέρος χωριστό από τον υπόλοιπο χώρο, ιδιαίτερος χώροςχώρισμα τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.).