ἀναθέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A run up, ἐπὶ δένδρα Ael.NA5.54, etc.: c. acc., τὰ ἀνάντη ib.13.14. 2 of plants, shoot up, ib.2.36; τὸ ὀμιχλῶδες . . ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178. II run up, rise, Pl.Ti.60c.
German (Pape)
[Seite 188] (s. θέω), zurücklaufen, Plat. Tim. 60 c; hinauflaufen, emporschießen, von Pflanzen, Ael. N. A. 2, 36 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθέω: ἀνατρέχω, τρέχω, ἐπάνω, ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, ἀναβλαστάνω. II. ἀνατρέχω, τρέχω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Τίμ. 60C
French (Bailly abrégé)
1 monter vivement (à la surface de l’eau);
2 grimper.
Étymologie: ἀνά, θέω.
Spanish (DGE)
I 1elevarse rápidamente ἀὴρ εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον Pl.Ti.60c, (τὸ ὁμιχλῶδες) ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178
•dirigirse hacia arriba ἡ γὰρ παχείη φλὲψ ἐκ μιῆς ἀναθέουσα Hp.Cord.7
•de plantas crecer δένδρον ... εὖ μάλα ἀναθέον Ael.NA 2.36.
2 subir, trepar διὰ τῶν κλιμάκων Plb.8.37.8, ἐπὶ τὰ δένδρα Ael.NA 5.54
•correr hacia arriba c. ac. τὰ δὲ ἀνάντη ... οἱ λαγῷ ἀναθέουσι Ael.NA 13.14.
II fig. volver atrás πρὸς θεωρίαν πνευματικήν Cyr.Al.M.68.1008D.