ἔξυπνος
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
English (LSJ)
ον,
A awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. -νως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 890] aufgeweckt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réveillé.
Étymologie: ἐξ, ὕπνος.
English (Strong)
from ἐκ and ὕπνος; awake: X out of sleep.
English (Thayer)
ἐξυπνον (ὕπνος), roused out of sleep: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)