εὐπρόσεδρος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ον,
A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
English (Strong)
from εὖ and the same as προσεδρεύω; sitting well towards, i.e. (figuratively) assiduous (neuter, diligent service): X attend upon.
English (Thayer)
εὐπρόσεδρον (εὖ, and πρόσεδρος (sitting near)), see εὐπάρεδρος.