ἱμαῖος
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, (ἱμάω)
A of or for drawing water, ἱμαῖον (sc. μέλος) song of the draw-well, Call.Hec.1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.
German (Pape)
[Seite 1252] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. μέλος, τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ ᾆσμα, ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron ἱμαῖος ἡ ἐπιμύλιος καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII ἱμάλιος zu schreiben; Hesych. erkl. ἱμαῖος ῲδή, ἐπιμύλιος ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten ἐπαντλαῖος vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαῖος: ῐ, -α, -ον, (ἱμάω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· οὕτως, ἱμονιοστρόφου μέλη Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - Κατὰ Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἱμαῖος· ᾠδὴ ἐπιμύλιος, καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ ἐπίνοστος».