κανονικός
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ή, όν, (κανών)
A of or belonging to a rule, ἀρχή A.D.Adv. 141.29; regular, according to rule, διαφοραί Gal.7.417; ἀναλογία Eust. 113.40, etc. Adv -κῶς Artem.1.1a. 2 connected with assessment (cf. κανών 11.6), PMasp.131.13 (vi A. D.). II ἡ -κή (sc. τέχνη) the mathematical theory of music (Pythag., cf. Ptolemaisap.Porph.in Harm.p.207), based on the division of the monochord (cf. κανών 1.10), Gell.16.18; κ. θεωρία, τέχνη, Ph.1.22, Procl.in Euc.p.40F. 2 belonging to an astronomical table, Vett.Val.141.14; κανονικοί, οἱ, constructors of such tables, Cleom.2.6. 3 κανονικόν, τό, the equivalent of Logic in Epicurean philosophy, D.L.10.30: pl., τὰ κ. S.E.M.7.22; title of work by Antiochus, ib.201; ὁ κ. λόγος dub. in Phld.Ir. p.65W.
German (Pape)
[Seite 1321] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. ἀναλογία κανονική, Eust.; τέχνη, die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνονικός: -ή, -όν, (κανὼν) σύμφωνος τῷ κανόνι, κατὰ τὸν κανόνα, Εὐστάθ. 113. 40, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρτεμίδ. προίμ. ἐν τέλ. ΙΙ. ἡ κανονικὴ (δηλ. τέχνη), θεωρητικὴ μουσική, καθ’ ἣν οἱ φθόγγοι τῆς κλίμακος μετροῦνται κατὰ τὰς διαφόρους ἁρμονίας, Γέλλ. 16. 18, Εὐκλ. κλ.· - οἱ κανονικοί, θεωρητικοὶ μουσικοί, ἐπὶ τῶν Πυθαγορείων, Πρόκλ. ΙΙΙ. τὸ κανονικόν, Ἐπικούρειον ὄνομα τῆς Λογικῆς, Διογ. Λ. 10. 29. ΙV. κατὰ τοὺς κανόνας ἢ ἀποβλέπων τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ὠριγέν. ΙΙ. 83Λ· κανονικὰ βιβλία, τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς, Σύνοδ. Λαοδ. 59, 41· κανονικὰ γράμματα Σύνοδ. Ἀντιοχ. 8· ἐπιστολαὶ Βασιλ. ΙV. 664B, 836O, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 221Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 89Λ. 2) κανονικός, ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, κ. ψάλτης Σύνοδ. Λαοδ. 15. 3) γνώστης τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, Βασίλ. IV. 664C.V. ὡς οὐσιαστ., α) λογιστής, Κλεομήδ. 96, 31. β) κληρικός, ἐν τῷ πληθ., Βασίλ. ΙΙΙ. 1318Β, Κύριλλ. Ἱερ. Προκατ. 4. γ) κανονική, (ἐξυπ. παρθένος) παρθένος ἀφιερωμένη εἰς τὴν διακονίαν τοῦ ναοῦ, Βασίλ. IV. 392Β, 618Β, 673Β, Μακάρ. 704D, Xρυσ. I. 248D, Νεῖλ. 217C, κλ.