κατοίομαι
From LSJ
English (LSJ)
A to be conceited of oneself, LXX Hb.2.5, Ph.Fr.99 H.
German (Pape)
[Seite 1403] (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίομαι: ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ ἐμαυτοῦ, Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652.