κοίνωμα
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ατος, τό,
A intercourse, esp. sexual, Dionys.Minor 1, cf. Socr.Ep.35, 36. 2 gloss on δαμώματα, Hsch. II mortised joint, Ph.Bel.57.19.
German (Pape)
[Seite 1469] τό, Gemeinschaft, bes. eheliche, Plut. Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών, de Alex. fort. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κοίνωμα: τό, συνουσία, ἰδίως σαρκική, Πλούτ. 2. 338Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
relations intimes.
Étymologie: κοινόω.