θήκη
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἡ, (τίθημι)
A case, chest, χρυσοῦ θ. a money-chest, Hdt.3.130, 9.83, E.Hec.1147, cf. X.Oec.8.17, etc. 2 grave, tomb, A.Pers.405, S.OC1763 (anap.); νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν Hdt.1.187, cf. 67, al.; αἱ θ. τῶν τεθνεώτων Th.1.8, 3.104; εἰς ἀναισχύντους θ. ἐτράποντο modes of burial, Id.2.52, cf. Pl.R.427b; θήκην ὀρύττειν X.Cyr.7.3.5. 3 ξίφους θ. sword-sheath, Poll.10.144; τόξου bow-case, EM333.41.
Greek (Liddell-Scott)
θήκη: ἡ, (τίθημι) μέρος εἰς ὃ θέτει τίς τι, κιβώτιον, κίστη, χρυσοῦ θήκη, κιβώτιον χρημάτων, Λατ. theca, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 83, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1147, Ξεν. Οἰκ. 8, 17. 2) τόπος ἐν ᾧ ἐτίθεντο οἱ νεκροί, μνῆμα, τάφος, τύμβος, θήκας τε προγόνων Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, Σοφ. Ο. Κ. 1763, πρβλ. Βlomf. Ἀγ. 440 (453)· νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. 67, κ. ἀλλ.· αἱ θῆκαι τῶν τεθνεώτων Θουκ. 1. 8., 3. 104· ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο, τρόπους ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 52· θήκας ὀρύττειν Ξεν. Κύρ. 7. 3, 5. 3) ξίφους θ., «θηκάρι», Πολυδ. Ι΄, 144.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 boîte, coffre, caisse;
2 cercueil ; tombeau.
Étymologie: v. τίθημι.
Spanish
English (Strong)
from τίθημι; a receptacle, i.e. scabbard: sheath.
English (Thayer)
θήκης, ἡ (τίθημι); from (Aeschylus), Herodotus down; that in which a thing is put or laid away, a receptacle, repository, chest, box: used of the sheath of a sword, Josephus, Antiquities 7,11, 7; Pollux 10 (31) 144.