tumba
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Latin > English
tumba tumbae N F :: tomb
Latin > English (Lewis & Short)
tumba: ae, f., = τύμβα (τύμβος),
I a sepulchral mound, a sepulchre, tomb, Prud. στεφ. 11, 9.
Latin > French (Gaffiot 2016)
tumba, æ, f. (τύμβα), tombe, sépulcre : Hier. Ezech. 11, 39, 1.
Latin > German (Georges)
tumba, ae, f. (v. τύμβος), das Grab, Prud. perist. 11, 9. Greg. homil. in evang. 2, 27, 9 u. 28, 3. Gloss. in Sidon. p. 27, 28.
Spanish > Greek
ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, τὸ ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου