τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: μελῴδημα | Medium diacritics: μελῴδημα | Low diacritics: μελώδημα | Capitals: ΜΕΛΩΔΗΜΑ |
Transliteration A: melṓidēma | Transliteration B: melōdēma | Transliteration C: melodima | Beta Code: melw/|dhma |
ατος, τό,
A melodic interval, ib.1145a.
[Seite 129] τό, der Gesang, K. S.
μελῴδημα: τό, μελῳδία, μέλος, ᾆσμα, Πλούτ. 2. 1145Α.
ατος (τό) :
chant.
Étymologie: μελῳδέω.