ἀκρόδετος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον,
A bound at end or top, AP6.5 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié par l’extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.
Spanish (DGE)
-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).