ἀμφιπλίσσω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
A straddle, Poll.2.172.
German (Pape)
[Seite 142] (umfalten), die Beine ausspreizen, Poll. 2, 172, διαβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλίσσω: βαίνω μὲ μακρὰ βήματα, ποιητ. παρὰ Πολυδ. 2. 172.
Spanish (DGE)
abrirse de piernas, ponerse a horcajadas Poll.2.172.