ἀνακέλαδος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ὁ,
A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.