ἀνομοθέτητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unregulated by law, Pl.Lg.781a, 785a, Arist. Pol.1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41.
German (Pape)
[Seite 240] nicht gesetzlich geordnet, Plat. Legg. VI, 780 a ff; D. Hal. 7, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοθέτητος: -ον, ὁ ἄνευ νομοθετήσεως, ἄνευ νόμου, ἄτακτος, Πλάτ. Νόμ. 785Α, 781Α, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 5. 2) ὁ μὴ κανονιζόμενος ὑπὸ νόμου, Διονυσ. Ἁλ. 7. 41.
Spanish (DGE)
-ον
que no está regulado por ley τὸ δὲ περὶ τὰς γυναῖκας οὐδαμῶς ὀρθῶς ἀνομοθέτητον μεθεῖται Pl.Lg.781a, (τοιαῦτα) ἀνομοθέτητα σιγῇ κείσθω Pl.Lg.785a, τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως εἶναι δεῖ νομίζειν ἀνομοθέτητον Arist.Pol.1269b19, ἀνομοθετήτῳ φύσεως δικαίῳ justicia natural no regulada por ley D.H.7.41.