ἀνόνητος

From LSJ
Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόνητος Medium diacritics: ἀνόνητος Low diacritics: ανόνητος Capitals: ΑΝΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anónētos Transliteration B: anonētos Transliteration C: anonitos Beta Code: a)no/nhtos

English (LSJ)

Dor. ἀνόν-ᾱτος, ον,

   A unprofitable, περισσὰ κἀνόνητα σώματα S.Aj.758; ὦπολλὰ λέξας . . κἀνόνητ' ἔπη v.l. ib.1272; ἀ. γάμος E.Or. 1501 (lyr.), cf. Hel.886; ἀ. γίγνεσθαι D.9.40, cf. Plu.2.248a; τινί Arist.EN1095a9, cf.Pol.1334b40; ἄργυρον εἰς ἀνόνατα ῥέοντα Cerc.4.4:—neut. pl. ἀνόνητα is freq. in E. as Adv., in vain, as Hec.766, Alc.412 (lyr.), al.; ἀνόνητα πονεῖν Pl.R.486c: regul.Adv. -τως Pall. inHp.2.147D, Sch.E.Or.1501: Comp., ibid.    II Act., c. gen., τῶν ἀγαθῶν ἀ. τινα ποιῆσαι deprive of all benefit from .., D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.p.13D.

German (Pape)

[Seite 241] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόνητος: Δωρ. ᾱτος, ον, ἀνωφελής, περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη αὐτόθι 1272˙ ἀνόνητος γάμος Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα ταῦτα ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα εἶναι συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. ἀνονήτως Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inutile ; pl. neutre adv. • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;
2 qui ne tire pas profit de, gén..
Étymologie: ἀ, ὀνέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -ᾱτος E.Alc.412, Cerc.2.7
I 1no de pers., abs. o c. dat. que no trae beneficios, que no tiene valor, inútil abs. σώματα S.Ai.758, γάμοι E.Hel.886, cf. Or.1501, ἄγαλμα E.Fr.386, cf. Ar.V.314, τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν κύβων προσγιγνόμενα ἀ. γίγνεται Alcid.16.27, ταῦτα D.9.40, χώρα Plu.2.248a, δρόμος Nonn.D.20.163, φαρέτρη Nonn.D.36.75
c. dat. ἅπαντα ἀ. ... αὐτοῖς γένοιτο IG 3(3).97.29 (IV/III a.C.), τοῖς ... τοιούτοις ἀνόνητος ἡ γνῶσις γίνεται Arist.EN 1095a9, ἀνόνητος ... τοῖς ... πρεσβυτέροις ἡ χάρις Arist.Pol.1334b40, ἀνόνητος ἦν ἡ μαντικὴ τοῖς πολίταις Plu.2.821b, συνειδότες ὡς ἀ. αὐτοῖς ἐστιν ἡ λογοθεσία PCatt.ue.4.9
neutr. plu. adv. en vano ἀνόνατ' ἀνόνατ' ἐνύμφευσας E.Alc.412, ἀ. ... (ἔτεκον) τόνδ' E.Hec.766, ἔτεκες ἀ. E.Hipp.1145, ἀνόνητα ... πονῶν Pl.R.486c, cf. 531d, X.Eph.5.8.4, ἄργυρον ... εἰς ἀνόνατα ῥέοντα dinero gastado en vano Cerc.2.7.
2 de pers. c. gen. que no se aprovecha de τῶν ἀγαθῶν D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.5, D.Chr.29.21
c. gen. de pers. que no recibe ayuda de Procop.Pers.2.20.3.
II adv. -ως inútilmente Pall.in Hp.2.147, Sch.E.Or.1501.