ἀσκαλαβώτης
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ου, ὁ,
A spotted lizard, gecko, Platydactylus mauretanicus, Ar.Nu.170, Arist.HA538a27, 607a27; cf. σκαλαβώτης, καλαβώτης.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, = γαλεώτης, ἡ κατάστικτος σαύρα, Λατ. stellio· πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ’ ἀσκαλαβώτου, «ἑκατέρως λέγεται καὶ ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 170, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 9., 8. 29, 4, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lézard moucheté, animal, gecko (Platydactylus mauretanicus) AR.
Étymologie: DELG ? ; pê terme égéen.
Spanish (DGE)
(ἀσκᾰλᾰβώτης) -ου, ὁ zool. salamanquesa Ar.Nu.170, Arist.HA 538a27, 599a31, 607a27, Plin.HN 29.90, Philum.Ven.13 tít., 14.9, Ael.NA 6.22, Gp.13.9.7.