βιοθάλμιος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον, (θάλλω)
A strong, hale, h. Ven.189.
German (Pape)
[Seite 445] ἀνήρ, lebenskräftig, H. h. Ven. 190.
Greek (Liddell-Scott)
βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.