γρυμέα
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
(in codd. freq. written γρυμαία), ἡ,
A bag or chest for old clothes, etc., Diph.127, Poll.10.160, Phryn.PSp.60 B.:—also γρυμεῖα or γροφ-εία, ibid., Et.Gud.d. II = γρύτη 1 (Hsch.), trash, trumpery, Sotad. Com.1.3; of persons, riff-raff, ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γ. Phld.Ir.p.65 W., cf. Them.Or.21.257a; γ. παντοδαπῶν βιβλίων Dam.Isid.293:—hence γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Luc. Lex.3.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, od. γρυμεία, ältere u. bessere Schreibart für γρυμαία, B. A. 33 aus Diphil.; Sotad. com. bei Ath. VII, 293 a von Fischüberbleibseln.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡμέα: (ἐν χειρογρ. συχν. γρυμαία), ἡ, σάκκος ἢ κιβώτιον παλαιῶν ἐνδυμάτων, κτλ. , Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 45, Πολυδ. Ι΄, 100, Α. Β. 33˙ ὁ τύπος γρυμεία, αὐτ. , Ἐτ. Γουδ. 130. 5. ΙΙ. ὅμοιον τῷ γρύτη Ι (Ἡσύχ.), πράγματα ἀνάξια λόγου, συρφετός, Σωτάδ. Ἐγκλειομ. 1. 3, Ἡρακλ. Κυλινδρ. 1. σ. 64, Θεμίστ. 257 Α, κτλ.˙ -ἐντεῦθεν γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Λουκ. Λεξιφ. 3˙ ἴδε Λοβ. Φρύν. 230.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
friperie.
Étymologie: DELG cf. γρυμαῖα.
Spanish (DGE)
(γρῡμέα) -ας, ἡ
• Grafía: graf. γρυμεῖα Phryn.PS 60, γρυμεία Et.Gud.323.24, γρυμαία Dam.Fr.318, Zonar.
• Morfología: [siempre sg.]
1 cofre, arca, saco de cuero para ajuar doméstico, Diph.128, Hdn.Philet.208, Poll.10.160, Phryn.PS 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.
•saco de cuero llevado como coraza καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.Or.21.257a.
2 sg. colect. trastos, chismes Phryn.PS 60, Hsch.
•ref. al pescado menudo morralla Sotad.Com.1.3
•despect. ref. a pers. gentuza, canalla ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.Ir.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ γρυμέα Them.Or.23.293d.
• Etimología: Deriv. popular de γρῦ q.u.