δελεαστικός
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
German (Pape)
[Seite 544] lockend, verführerisch, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δελεαστικός: -ή, -όν, θελκτικός, μαγευτικός, ἀπατηλός, Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 seductor φαντασίαι Clem.Al.Strom.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.Catech.12.34.
2 adv. -ῶς seductoramente δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.