διακορής
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ές,
A = διάκορος, τινός Pl.Lg.629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.Or.2.65d: abs., Plu.Lyc.15.
German (Pape)
[Seite 583] ές, ganz gesättigt, voll; τινός, von etwas, Plat. Legg. I, 629 b; auch τινί, Plut. Lyc. 15; vgl. B. A. 48.
Greek (Liddell-Scott)
διακορής: -ές, = διάκορος, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 629Β· τινὶ Πλούτ. Λυκ. 15.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
complètement rassasié.
Étymologie: cf. διάκορος.
Spanish (DGE)
-ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim. τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖν Pl.Lg.810e, ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖς Ph.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa αὐτῶν (τῶν ποιημάτων) Pl.Lg.629b, ὄψεών τε καὶ ὀσμῶν Ph.2.479, κρεῶν Plu.2.974c, τοῦ χρήματος Max.Tyr.1.6, δ. μέθης οὖσα completamente borracha D.C.61.13.3, λαμπρᾶς ... πομπῆς Iul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
•tb. c. gen. de pers. αὐτῶν Aristid.Or.9.14, c. part. διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες Ael.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado κίνησις δ. καὶ πλήρης Plot.6.7.16, c. gen. ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστι Dam.in Phlb.244
•fig. de pers. muy versado τῶν φιλοσόφων λόγων Marin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.