διαγλάφω

From LSJ
Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγλάφω Medium diacritics: διαγλάφω Low diacritics: διαγλάφω Capitals: ΔΙΑΓΛΑΦΩ
Transliteration A: diagláphō Transliteration B: diaglaphō Transliteration C: diaglafo Beta Code: diagla/fw

English (LSJ)

[ᾰ]

   A scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. -γνάψ-) Od.4.438.

Greek (Liddell-Scott)

διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.

French (Bailly abrégé)

ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.

English (Autenrieth)

aor. part. διαγλάψᾶσα: scoop out, Od. 4.438†.

Spanish (DGE)

excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.