ἐξαλέομαι
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A beware of, avoid, escape, ἔκ τ' ἀλέοντο Il.18.586; mostly in Ep. aor. 1 inf., Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, cf. 758,802, Orac. ap.Ar.Eq.1080: abs., τάων οὔτινά φημι διαμπερὲς ἐ. A.R.2.319, cf. 3.466: pres. ἐξαλέονται Q.S.2.385.—Ep. word, cf. sq.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλέομαι), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλέομαι: φυλάττομαι ἀπό τινος, ἐκκλίνω, ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· ὡσαύτως μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. λέξις, πρβλ. τὸ ἑπομ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc. ou gén..
Étymologie: ἐξ, ἀλέομαι.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλέομαι) • Alolema(s): ἐξᾰλεύομαι S.Ai.656 (cód., pero cf. ἐξαλύσκω)
evitar, escapar a c. ac. οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, πέμπτας δ' ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί evita los quintos días, pues (son) duros y terribles Hes.Op.802, ἀμυδρὴν χοιράδ' ἐξαλεύμενος Archil.229, Κυλλήνην Orác. en Ar.Eq.1080, ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.l.c., φράζεο δ' ὅππως χεῖρας ἐμὰς ... ἐξαλέοιο A.R.1.490, οὐ γάρ κε κακὸν μόρον ἐξαλέαισθε A.R.2.339, βλαβερὸν δάκος Nic.Th.121, cf. Opp.H.5.104, ἐπεὶ Θέμιν οὔ ποτ' ἀλιτροὶ ἀνέρες ἐξαλέονται Q.S.13.370, cf. 2.385, c. or. inf. μηδ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν, μάλα δ' ἐξαλέασθαι y no orines en las fuentes, guárdate bien (de ello) Hes.Op.758, c. compl. τάων οὔ τινά φημι διαμπερὲς ἐξαλέασθαι afirmo que nadie ha escapado a través de ellas ref. a las rocas Cianeas, A.R.2.319, c. gen. κακοῦ ἐξαλέασθε Cod.Vis.Pat.16
•abs. evitar, esquivar ὑλάκτεον ἔκ τ' ἀλέοντο los perros a los leones Il.18.586 (tm.), cf. Hsch.