ζωνιοπλόκος
English (LSJ)
ον,
A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.
German (Pape)
[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.
ον,
A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.
[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.
ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.