ἰθαρός

From LSJ
Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾰρός Medium diacritics: ἰθαρός Low diacritics: ιθαρός Capitals: ΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: itharós Transliteration B: itharos Transliteration C: itharos Beta Code: i)qaro/s

English (LSJ)

[ῐ], ά, όν,

   A cheerful, glad, in Comp. -ώτερος Alc.Supp.4.18.    II pure, κρᾶναι Simm.25.6; cf. ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1245] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθαρός: ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία σημασία ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν νᾶμα· - ἶθαρ, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐθέως, ταχέως», εἶναι ἁπλῶς τό Ὁμηρικὸν εἶθαρ.