ἱπποδρομικός
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ή. όν,
A of horse-racing, ἀγών Sch.Il.23.757.
German (Pape)
[Seite 1259] ἀγών, ὁ, das Wettrennen oder Wettfahren, Schol. Il. 23, 757.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδρομικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱπποδρόμιον, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 757.