ἰσοκίνδυνος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ον,
A facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.
German (Pape)
[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.