καθέρπω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέρπω Medium diacritics: καθέρπω Low diacritics: καθέρπω Capitals: ΚΑΘΕΡΠΩ
Transliteration A: kathérpō Transliteration B: katherpō Transliteration C: katherpo Beta Code: kaqe/rpw

English (LSJ)

aor. 1

   A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23.    II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.

Greek (Liddell-Scott)

καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπωἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.