κάροινον

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάροινον Medium diacritics: κάροινον Low diacritics: κάροινον Capitals: ΚΑΡΟΙΝΟΝ
Transliteration A: károinon Transliteration B: karoinon Transliteration C: karoinon Beta Code: ka/roinon

English (LSJ)

τό,

   A sweet wine boiled down, καροίνου Μεονίου Edict.Diocl. 2.13 (v.l. καρυηνου), cf. Hippiatr.2, Gloss.; οἶνος Καρύϊνος produced in Maeonia, Gal.15.632, 6.801, al.    II ἀβόλλης, Χιτὼν καρόϊνος perh. = καρύϊνος, nut-brown, Stud.Pal.20.46.13 (iii A.D.), cf. POxy. 929.9 (ii/iii A.D.), unless a geographical name, cf. 1.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, ein süßer, eingekochter Wein, das lat. caroenum oder carenum, Sp. Es findet sich auch καρύινον u. κάρυνον geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

κάροινον: ἢ κάρυνον, τό, γλεῦκος βεβρασμένον, σίραιον, ἕψημα, «πετμέζι», Λατ. caroenum ἢ carenum, Νικολ. Ἀλεξ., Παλάδ.· παρὰ Γαλην. 6. 801, καρύϊνον· - τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἐφυλάττετο ἐκαλοῦντο καρύϊνα κεράμια, Λατ. carinariae, Φιλάγριος παρ᾽ Ὀρειβασ. 57 Matth., Γεωπ. 13. 7· ὡσαύτως καρυΐσκοι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ', 33, 34).