κατασκευασμάτιον
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Hero.Spir.1.7.
German (Pape)
[Seite 1378] τό, kleines Geräth, Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κατασκεύασμα, μικρὸν σκεῦος, κ. πρὸς τὸ οἰνοχοεῖν χρήσιμον Ἥρων ἐν Math. Vett. 160.