ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Full diacritics: καταστομίζω | Medium diacritics: καταστομίζω | Low diacritics: καταστομίζω | Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ |
Transliteration A: katastomízō | Transliteration B: katastomizō | Transliteration C: katastomizo | Beta Code: katastomi/zw |
A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.
καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.