κατοκωχή
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ἡ,
A = κατοχή, possession, τῆς χώρας Anon. ap. Suid.; mental grasp, τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58. II being possessed, inspiration, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Pl.Ion536c; ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr.245a, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
German (Pape)
[Seite 1403] ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
Greek (Liddell-Scott)
κατοκωχή: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κατοχή, τὸ κατέχειν, κατάσχεσις, κτῆσις, τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, ἔμπνευσις, ἐνθουσιασμός, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· κατοκωχή ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. κατέχω II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι κατακωχή, κατακώχιμος διορθωτέοι πανταχοῦ πλὴν ἴσως παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
possession divine.
Étymologie: κατέχω.