κηρογραφία
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ἡ,
A painting with wax, i.e. encaustic painting, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Id.1.
German (Pape)
[Seite 1433] ἡ, Wachsmalerei, Ath. V, 200 a.
Greek (Liddell-Scott)
κηρογρᾰφία: ἡ, ἡ διὰ κηροῦ ζωγραφία, ὅ ἐστιν ἐγκαυστική, καθ’ ἣν τὰ χρώματά εἰσι μεμιγμένα μὲ κηρόν, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204Β, πρβλ. 200Α, Πλίν. 35. 39, Müller Archäol. d. Kunst § 320. 4.