κορυφαῖος

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφαῖος Medium diacritics: κορυφαῖος Low diacritics: κορυφαίος Capitals: ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Transliteration A: koryphaîos Transliteration B: koryphaios Transliteration C: koryfaios Beta Code: korufai=os

English (LSJ)

ὁ,

   A head man, chief, leader, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib.159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht.173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60 codd., cf. Arist.Pol.1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl.953.    II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of... Hdn.8.3.5; κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41.    2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: Sup. κορυφαιότατος in later Gr., κ. ἀρχαί CIG3885 (Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφαῖος: ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. αὐτόθι 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος ὥσπερ ὁ ἐν τῷ χορῷ κορυφαῖος, Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. πῖλος ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. τέλος τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ Διός, παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui occupe le sommet ou la première place ; subst.κορυφαῖος le chef ; particul. le chef d’un chœur, le coryphée;
2 surmonté d’une houppe : ὁ κορυφαῖος πῖλος PLUT le bonnet à houppe (des flamines, lat. apex);
Sp. κορυφαιότατος.
Étymologie: κορυφή.