κρυμοπαγής
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ές,
A frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.
German (Pape)
[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.