μεταλήγω
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
Ep. μεταλλήγω,
A leave off, cease from, c. gen., μεταλλήξαντι χόλοιο Il.9.157, cf. h.Cer.339: abs., in Ep. impf. μεταλλήγεσκεν, A.R.3.951.
German (Pape)
[Seite 148] nachher aufhören, ablassen, von Etwas, μεταλλήξαντι χόλοιο, Il. 9, 157. 261. 299, H. h. Cer. 340, überall in der epischen Form mit doppeltem λ., μεταλλήγεσκεν, Ap. Rh. 3, 951.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλήγω: Ἐπικ. μεταλλήγω, μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, λήγω, παύομαι ἀπό τινος, μετὰ γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.
French (Bailly abrégé)
mettre fin à, cesser, gén..
Étymologie: μετά, λήγω.