μεμψιμοιρία
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ἡ,
A faultfinding, Hp.Ep.20, Arist.VV1251b25, Thphr.Char.17.1, Epicureusin PHerc. 176p.46V.
German (Pape)
[Seite 130] ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψῐμοιρία: ἡ, τὸ μεμψιμοιρεῖν, παραπονεῖσθαι, Ἱππ. 1287, 9, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.