νίφα
From LSJ
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
English (LSJ)
[ῐ], τήν,
A snow, acc. from nom. νίψ, which is not found (cf. λίβα, λίπα), Hes.Op.535.
German (Pape)
[Seite 257] unregelmäßiger acc. sing. zu νιφάς, Schnee, wie von einem nom. νιψ Hes. O. 537.
Greek (Liddell-Scott)
νίφα: [ῐ], τήν, χιόνα, αἰτ. σχηματισθεῖσα ἐξ ὀνομ. νίψ, ἥτις δὲν εὑρίσκεται (πρβλ. λίβα, λίπα), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 533.
French (Bailly abrégé)
v. *νίψ.