νομοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοφύλαξ Medium diacritics: νομοφύλαξ Low diacritics: νομοφύλαξ Capitals: ΝΟΜΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: nomophýlax Transliteration B: nomophylax Transliteration C: nomofylaks Beta Code: nomofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ (ἡ LXX 4 Ma.15.32),

   A guardian of the laws, title of officials appointed to watch over the laws and their observance, Pl.Lg.755a, 770c, etc.; οἱ ν. ἀριστοκρατικόν Arist.Pol.1323a8, cf. Cic.Legg.3.20.46; at Athens, Philoch.141b, etc.; at Sparta, Paus.3.11.2, IG5(1).31, al.; at Thasos, BCH52.55 (iv/iii B.C.); at Alexandria, PHal.1.42 (iii B.C.), prob. in Mitteis Chr.369 i 33 (iii B.C.); at Priene, SIG282.17 (iv B.C.); at Cyrene, Abh.Berl.Akad. 1925(5).7 (iii B.C.).    2 observer of the law, σὺ ἡ ν. LXX l.c.    II minor official under control of village elders, with police and fiscal duties, PAmh.2.108.8, BGU759.20, PRyl.122.7, POxy.1440.7 (all ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νομοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τῶν νόμων· ἐν ταῖς ἀρχαίαις δημοκρατίαις ὄνομα ἄρχοντος τεταγμένου ὅπως ἐπιτηρῇ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῶν νόμων, Πλάτ. Νόμ. 755Α, 770C, κτλ.· ἡ ἀρχὴ τῶν νομοφυλάκων ἦν ἰδιάζουσα τοῖς ἀριστοκρατικοῖς πολιτεύμασι, οἱ μὲν νομοφύλακες ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 24· κατάλογοι αὐτῶν ὑπάρχουσιν ἐν Σπαρτιατικαῖς ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1237-58· ἐν Ἀθηναϊκαῖς, ἴδε Φιλόχορ. 141Β, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 129. 15. - Κατὰ Πολυδ. Η΄, 102, «οἱ ἔνδεκα εἷς ἀφ’ ἑκάστης φυλῆς ἐγίνετο, καὶ γραμματεὺς αὐτοῖς συνηριθμεῖτο. νομοφύλακες δὲ κατὰ τὸν Φαληρέα μετωνομάσθησαν» κτλ.· - μεταφορ., ἐπόπτης τῆς οἰκιακῆς τάξεως, «νομίσαι οὖν ἐκέλευον τὴν γυναῖκα καὶ αὐτὴν νομοφύλακα τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ εἶναι» Ξεν. Οἰκ. 9, 15.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλησ. = χαρτοφύλαξ, «ὁ χαρτοφύλαξ ἐπισκοπικῶν δικαίων, φροντιστὴς ἀξιόμαχος· οὕτω γὰρ καὶ νομοφύλαξ καλεῖται» Βαλσαμὼν περὶ Χαρτοφυλ. σ. 457, κλ.

French (Bailly abrégé)

ύλακος (ὁ) :
gardien des lois, magistrat chargé de veiller à l’exécution des lois.
Étymologie: νόμος, φύλαξ.