ὁμοερκής

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοερκής Medium diacritics: ὁμοερκής Low diacritics: ομοερκής Capitals: ΟΜΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: homoerkḗs Transliteration B: homoerkēs Transliteration C: omoerkis Beta Code: o(moerkh/s

English (LSJ)

ές,

   A within the same house or prison, Sol. ap. Poll.6.156, Din.Fr.84 S. ; ὁ. κίονες, of pillars in mines, like μεσοκρινεῖς, AB286 :—also ὁμο-ειρκτής, οῦ, ὁ, Phot.

German (Pape)

[Seite 334] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοερκής: -ές, ὁ ὑφ’ ἓν ἕρκος μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― ὡσαύτως ὁμοείρκτης, ου, ὁ, «ὁμότοιχος· ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.