ὁμόψηφος
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ον,
A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94. II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.
German (Pape)
[Seite 342] dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσθαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόψηφος: -ον, ὁ ψηφίζων μετά τινος, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε Ἀνδοκ. 23. 17· ὁμ. τινι κατὰ τινος Λυσ. 139. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσον δικαίωμα νὰ δώσῃ ψῆφον, τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6, 109· μετὰ τῶν σφετέρων ὁ αὐτ. 7. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a un droit de vote égal : τινι, à qqn ; μετά τινος, qui partage avec qqn le droit de vote.
Étymologie: ὁμός, ψῆφος.