ὀρταλίς
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A fowl, Nic. Al.294.
German (Pape)
[Seite 387] (von ὄρνυμι, mit ὄρνις verwandt), ίδος, ἡ, dor. u. poet. = νεοσσός, σκύμνος, das Junge eines Thieres, bes. junger Vogel, Küchlein, Nic. Al. 295. Häufiger in den abgeleiteten Formen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, νεογνὸν ζῷον, οἱονδήποτε, Λατ. pullus, νεοσσός, νεογνὸν πτηνόν, ὀρνίθιον· καθόλου πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. ὀρτάλιχος