παντομιγής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A mixed of everything: hence, rich in variety of produce, χωρίον Eun.Hist.p.254 D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.
German (Pape)
[Seite 464] ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παντομῐγής: -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.