παραπομπός
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
όν, = foreg., π. νῆες ships
A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6. 2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.). II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v.πάροχοι.
German (Pape)
[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.
Greek (Liddell-Scott)
παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert d’escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.