πεδότριψ

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.