πενταθλεύω
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
A practise the πένταθλον, Xenoph.2.2 :—also πενταθλ-έω, ib. 16, Paus.6.14.13, Artem. 1.57.
German (Pape)
[Seite 556] ein πένταθλος sein, sich im Fünfkampf üben, Xenophan. Coloph. bei Ath. X, 413 f.
Greek (Liddell-Scott)
πενταθλεύω: ἀγωνίζομαι τὸ πένταθλον, Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. αὐτόθι 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.