πεντασύριγγος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
v.l. for πεντες- in Poll.8.72.
German (Pape)
[Seite 557] mit fünf Röhren. Vgl. πεντεσύριγγος.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰσύριγγος: -ον, ἴδε πεντε-.