περίκρανον

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

τό,

   A cap, π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42.

German (Pape)

[Seite 581] τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

περίκρανον: τό, περικεφαλαία ἢ καθόλου κάλυμμα κεφαλῆς, Στράβ. 502, Πολυδ. Β΄, 42.