πολύρρηνος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρηνος Medium diacritics: πολύρρηνος Low diacritics: πολύρρηνος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýrrēnos Transliteration B: polyrrēnos Transliteration C: polyrrinos Beta Code: polu/rrhnos

English (LSJ)

ον, = foreg., of a person, Od.11.257; of a country, A.Eleg.3;

   A σταθμός Q.S.2.331.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρηνος: -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ παρά τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολύρρην.